- βαλβίδα
- Όργανο ή σύστημα για τη ρύθμιση της ροής. Στην υδραυλική, β. λέγεται το σύστημα που παρεμβάλλεται μεταξύ δύο τμημάτων ενός αγωγού υπό πίεση, για να ρυθμίζει τη ροή του ρευστού στον αγωγό. Αποτελείται από ένα μεταλλικό σώμα και από ένα, επίσης μεταλλικό, όργανο διακοπής, σφηνοειδούς μορφής, το οποίο συνδέεται με ένα βάκτρο με ελίκωση και μετατοπίζεται –με χειροστρόφαλο– κάθετα προς την κατεύθυνση του αγωγού, διακόπτοντας ολικά ή μερικά τη ροή του ρευστού.
μηχανική β. Όργανο ρύθμισης της ροής υγρών ή αερίων μέσω αγωγών ή ανοιγμάτων. Οι β., με κατάλληλο χειρισμό, μπορούν γενικά να λάβουν άπειρες θέσεις, οι οποίες καθορίζουν ισάριθμους καταμερισμούς του όγκου του διερχόμενου ρευστού, από την πλήρη διακοπή έως την ελεύθερη ροή του ρευστού (ακραίες θέσεις: κλειστή-ανοιχτή).
Η μηχανική β. τοποθετείται συνήθως σε μια σωλήνωση μέσω συνδέσμων με σπείρωμα και αποτελείται βασικά από ένα κινητό διάφραγμα το οποίο, μετακινούμενο, ελευθερώνει ή αποφράσσει (μερικά ή ολικά) το άνοιγμα του αγωγού. Οι β. κατασκευάζονται από μεταλλικά κράματα διάφορων συνθέσεων, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά του ρευστού με το οποίο θα έρθουν σε επαφή. Ο πιο απλός τύπος μηχανικής β. είναι η αποφρακτική β. με απευθείας χειρισμό με χειροστρόφαλο ή μοχλό. Σε πολλές κατασκευές η μηχανική β. δεν λειτουργεί με το χέρι, αλλά είναι τηλεκατευθυνόμενη μέσω ενός ηλεκτρομαγνήτη (μηχανική β. με πηνίο) ή μέσω ενός ηλεκτρικού κινητήρα (μηχανοκίνητες β.). Σε πολλές επίσης περιπτώσεις οι β. λειτουργούν αυτόματα με την πίεση του ρευστού, η οποία υπερνικά την ανταγωνιστική δύναμη ενός βάρους ή ενός ελατηρίου και καθορίζει τη λειτουργία της β.
Σε άλλες περιπτώσεις, όπως στους κινητήρες εσωτερικής καύσης (μηχανικές β. εισαγωγής και εξαγωγής), οι β. ελέγχονται από διάφορους μηχανισμούς διανομής (εκκεντροφόρος άξονας διανομής) σύμφωνα με έναν καθορισμένο κύκλο.
ωστήριο β.Όργανο που αποτελεί τμήμα στις β. των κινητήρων εσωτερικής καύσης. Το άνοιγμα και το κλείσιμο των β., είτε εισαγωγής είτε εξαγωγής καθορίζεται από τον εκκεντροφόρο άξονα, ο οποίος κινείται με οδοντωτούς τροχούς ή με αλυσίδα από τον στροφαλοφόρο άξονα. Επάνω στον εκκεντροφόρο άξονα είναι σφηνωμένοι με διάφορες γωνίες κνώδακες (ένας για κάθε β.), οι οποίοι παρέχουν με ακρίβεια το άνοιγμα και το κλείσιμο της β. Αυτό γίνεται με τη ώθηση που ασκούν οι κνώδακες στο στέλεχος της β. μέσω ενός κατάλληλου οργάνου, του ωστηρίου. Η άκρη του ωστηρίου, με μορφή τροχίσκου ή πλάκας, είναι ρυθμιζόμενη για να εξασφαλίζεται η απαιτούμενη ανοχή της β. Χωρίς καθόλου ανοχή, η αντοχή της β. είναι αμφίβολη. Εάν η ανοχή είναι μεγάλη, τότε ακούγεται ένας εκνευριστικός θόρυβος, καθώς τα άκρα των ωστηρίων κρούονται επάνω στους κνώδακες.
1) Χειροστρόφαλος, 2) βάκτρο, 3) σώμα της βαλβίδας, 4) σφηνοειδές όργανο διακοπής, 5) σύνδεσμοι που χρησιμεύουν για τη συναρμολόγηση της βαλβίδας μεταξύ των δύο τμημάτων του αγωγού.
ΑΥΤΟΜΑΤΗ ΣΤΡΑΓΓΑΛΙΣΤΙΚΗ (Ή ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ) ΒΑΛΒΙΔΑ
* * *η (Α βαλβίς, -ῑδος)νεοελλ.1. ανατομικός σχηματισμός, κυρίως της καρδιάς, των φλεβών και των λεμφαγγείων, που λειτουργεί κλείνοντας πρόσκαιρα μία δίοδο ή ένα στόμιο και κατευθύνοντας τα υγρά που κυκλοφορούν μέσα τους προς μία μόνο διεύθυνση2. μηχανική διάταξη που χρησιμοποιείται για τον έλεγχο της ροής ρευστών σε σωληνώσεις, αγωγούς και δίκτυα3. (αθλ.) το σημείο που πατάει ο αθλητής για να πηδήσει μήκος ή τριπλούν, να ρίξει σφαίρα, σφύρα, ακόντιο, δίσκο ή να πηδήσει άλμα επί κοντώ4. φρ. α) «βαλβίδα ηλιακή» — συσκευή που ενεργοποιείται από τη θερμότητα και το φως του ήλιου, διακόπτοντας τη λειτουργία φάρων ή άλλων συσκευών κατά τη διάρκεια της ημέραςβ) «βαλβίδα καθόδου» — υπερυψωμένο ξύλινο ή μεταλλικό πλαίσιο γύρω από ένα στόμιο κύτους, φωταγωγό ή άλλο άνοιγμα στο κατάστρωμα πλοίου, ώστε να εμποδίζεται το νερό να εισέλθει στα κατώτερο μέρη του πλοίουαρχ.1. το τεντωμένο σχοινί κατά τον αγώνα δρόμου στο σημείο της αφετηρίας και του τέρματος2) στύλοι από τους οποίους ήταν δεμένο το τεντωμένο σχοινί3. κάθε σημείο αναχωρήσεως4. η αρχή, η αφετηρία ή το τέλος, ο τερματισμός ενός αγωνίσματος.[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος σε -ίς (πρβλ. κρηπίς, κνημίς, κ.ά.) άγνωστης ετυμολ. Πιθ. δάνεια λέξη].
Dictionary of Greek. 2013.